- δρυοκοίτης
- ο (Α δρυοκοίτης)νεοελλ.μικροσκοπικό ξυλοφάγο έντομο με καστανοκόκκινο χρώμα και σώμα καλυμμένο από πολύ λεπτές τρίχες (οικ. σκολυτίδες)αρχ.αυτός που κατοικεί πάνω σε δρυ («τέττιξ δρυοκοίτης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρυοκοίτης — dweller on the oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοκοίτῃ — δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοκοίτᾳ — δρυοκοίτᾱͅ , δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)